- αναδακρύζω
- -υσα, αμτβ., δακρύζω λίγο: Τον είδα που αναδάκρυσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναδακρύζω — δακρύζω ελαφρά, βουρκώνουν τα μάτια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δακρύζω] … Dictionary of Greek
αναδακρυώνω — αναδακρύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δακρυώνω] … Dictionary of Greek